γουλίν

γουλίν
το
βλ. γουλί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”